διαπορώ — διαπορῶ, έω (AM) [απορώ] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω 2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία αρχ. 1. έχω ανάγκη ή έλλειψη 2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω … Dictionary of Greek
διαπορῶ — διαπορέω to be quite at a loss pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπορέω to be quite at a loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφινοώ — ἀμφινοῶ ( έω) (Α) [ἀμφίνοος] διχάζομαι ανάμεσα σε δύο γνώμες, διαπορώ, αμφιβάλλω … Dictionary of Greek
διαπόρημα — το (Α διαπόρημα) [διαπορώ] απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση αρχ. ανησυχία, αδημονία … Dictionary of Greek
διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα … Dictionary of Greek
προσδιαπορώ — έω, Α εγείρω και άλλες απορίες («παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα καὶ προσδιαποροῡντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπορῶ «αμηχανώ, απορώ»] … Dictionary of Greek
συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] … Dictionary of Greek